δικρατεῖς

δικρατεῖς
δικρατής
holding joint authority
masc/fem acc pl
δικρατής
holding joint authority
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δικρατής — δικρατής, ές (Α) φρ. 1. «δικρατεῑς Ἀτρεῑδαι» οι δύο ηγεμόνες, οι δύο Ατρείδες που ασκούν την εξουσία 2. (για τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη) «δικρατεῑς λόγχας στήσαντε» αφού ύψωσαν λόγχες με τις οποίες σκότωσε ο ένας τον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι… …   Dictionary of Greek

  • εαυτού — ής, oύ (AM ἑαυτοῡ, ῆς, οῡ Α και αὑτοῡ, ῆς, οῡ) αυτοπαθής αντωνυμία γ προσώπου (α. «ἔρριπτον εἰς ὕδωρ σφᾱς αὐτούς» έπεφταν στο νερό β. «αὐτὸ ἐφ ἑαυτό» μόνο του, άσχετα από άλλα γ. «αὐτὸ καθ ἑαυτό» αυτό εξεταζόμενο μόνο του αποκλειστικά) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”